καβούκι

καβούκι
carapace

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καβούκι — το 1. όστρακο (χελώνας, καβουριού, αστακού, σαλιγκαριού κ.λπ.) 2. το σκληρό εξωτερικό περίβλημα τού ψημένου ψωμιού 3. ανατολίτικο υψηλό κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα 4. φρ. «μπήκε στο καβούκι του» ή «μαζεύτηκε στο καβούκι του» αποσύρθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • καβούκι — το (λ. τουρκ.) 1. το καύκαλο της χελώνας: Το σκυλί δεν μπορούσε να φάει τη χελώνα, γιατί ήταν κρυμμένη μέσα στο καβούκι της. 2. ψηλό κάλυμμα της κεφαλής που το φορούσαν κυρίως οι δερβίσηδες: Πέρασαν απ εδώ πολλοί Τούρκοι με καβούκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… …   Dictionary of Greek

  • καλεβί — το το κάλυμμα τού κεφαλιού τού μεγάλου βεζίρη τής Τουρκίας, αλλ. καβούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… …   Dictionary of Greek

  • καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… …   Dictionary of Greek

  • κλέμμυς — ο (Α κλεμμύς, ύος, ἡ) νεοελλ. ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidae αρχ. χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός,… …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σαλιαγκοκαύκι — το, Ν το όστρακο τού σαλιγκαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλιαγκας + καυκί «όστρακο, καβούκι»] …   Dictionary of Greek

  • σαλιγκοκαύκι — το, Ν το όστρακο τού σαλιγκαριού, σαλιαγκοκαύκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιγκάρι + καύκι «όστρακο, καβούκι»] …   Dictionary of Greek

  • χέλυο — το / χέλυον, ΝΑ [χέλυς, υος] το όστρακο τής χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”